Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κεραυνοῦ φλεγέθοντος

См. также в других словарях:

  • πρηστήρ — ῆρος, ὁ, Α 1. θύελλα συνοδευόμενη από κεραυνούς, ορμητικός ανεμοστρόβιλος που μοιάζει με τυφώνα («πρηστήρων ἀνέμων τε κεραυνοῡ τε φλεγέθοντος», Ησίοδ.) 2. στον πληθ. οἱ πρηστῆρες α) ζεύγος φυσητήρων, τα φυσερά τών σιδηρουργών β) οι φλέβες τού… …   Dictionary of Greek

  • φλεγέθω — Α (ποιητ. τ.) 1. (μτβ.) καταφλέγω> κατακαίω («πῦρ πόλιν φλεγέθει», Ομ. Ιλ.) 2. (αμτβ.) α) φλέγομαι, καίγομαι («πυρσοί τε φλεγέθουσι», Ομ. Ιλ.) β) (κυριολ. και μτφ.) λάμπω, αστράφτω (α. «κεραυνοῦ τε φλεγέθοντος», Ησίοδ. β. «Διὸς ἵμερος... παντᾶ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»