-
1 φλεγέθω
I trans., scorch, burn up,πῦρ πόλιν φλεγέθει Il.17.738
:—[voice] Pass.,ὄφρα πυρὶ φλεγεθοίατο νεκροί 23.197
.II intr., blaze, flare up,πυρὶ φλεγέθοντι 21.358
, cf. Orph.Fr. 194;πυρσοί τε φλεγέθουσι Il.18.211
;κεραυνοῦ φλεγέθοντος Hes.Th.[846]
; [Ἅλιος] λαμπρᾷ στεροπᾷ φλεγέθων S.Tr.99
(lyr.), cf. E.Ph. 169 (lyr.): metaph., blaze forth, shine, A.Supp.88 (lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φλεγέθω
См. также в других словарях:
πρηστήρ — ῆρος, ὁ, Α 1. θύελλα συνοδευόμενη από κεραυνούς, ορμητικός ανεμοστρόβιλος που μοιάζει με τυφώνα («πρηστήρων ἀνέμων τε κεραυνοῡ τε φλεγέθοντος», Ησίοδ.) 2. στον πληθ. οἱ πρηστῆρες α) ζεύγος φυσητήρων, τα φυσερά τών σιδηρουργών β) οι φλέβες τού… … Dictionary of Greek
φλεγέθω — Α (ποιητ. τ.) 1. (μτβ.) καταφλέγω> κατακαίω («πῦρ πόλιν φλεγέθει», Ομ. Ιλ.) 2. (αμτβ.) α) φλέγομαι, καίγομαι («πυρσοί τε φλεγέθουσι», Ομ. Ιλ.) β) (κυριολ. και μτφ.) λάμπω, αστράφτω (α. «κεραυνοῦ τε φλεγέθοντος», Ησίοδ. β. «Διὸς ἵμερος... παντᾶ … Dictionary of Greek